- Τὸν ἀγογγύστως τὰς πληγὰς ἐνεγκόντα
- τῆς λέπρας μέλψωμεν, σεπτὸν Νικηφόρον,
ὥσπερ Ἰὼβ τὸ πρότερον καὶ τὴν ἐν δεινοῖς
καρτερίαν ᾄσμασιν, οἱ ἐν ταῖς ἀσθενείαις
ἀλγεινῶς τρυχόμενοι καὶ βοήσωμεν πίστει·
Ἐκ νοσημάτων πάντας χαλεπῶν - τοὺς σοὺς ἱκέτας ταχέως ἀπάλλαξον.
Ενημέρωση
- 27 Μαρτίου 2020 // //
- Λοιπές Ειδήσεις
- Εμφανίσεις: 8506
Ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας, μέλος του ΔΣ της ΕΠΑ με αφορμή την ενσκήψασα πανδημία μας απέστειλε τα ακόλουθα πονήματά του:
- Άρθρο του "Ἰὸς σκληροκαρδίας, κορωνοϊός"
- Εὐχὴ διὰ τὴν ἐκ τοῦ κορωνοϊοῦ δοκιμασίαν
- Κανών Παρακλητκός εις τον Υιόν του Θεού
- Κανών Παρακλητκός εις τον Όσιον Νικηφόρον τον λεπρόν
Ἰὸς σκληροκαρδίας, κορωνοϊός
Τὸ κρύο εὐνοεῖ τὶς ἰώσεις. Μὲ τὴν ζέστη αὐτὲς περιορίζονται. Τὸ κρύο νεκρώνει τὴν φύση, ποὺ ἀναμένει τὶς ζεστὲς ζωογόνες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, γιὰ νὰ ξαναζωντανέψει. Τὸ κρύο ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ὑπαίθρου, τοὺς ἀγρότες, σὲ χειμερία νάρκη, μὲ τὴν προσμονὴ τοῦ ἐρχομοῦ τῆς ἀνοίξεως, μὲ τὴν ὁποία ξεκινοῦν πάλι τὶς πολύμοχθες ἐργασίες τους. Τὸ κρύο συγκεντρώνει τοὺς ἀνθρώπους στὶς ἑστίες τους, ὅπου παιδαγωγοῦνται μὲ τὴν ἐνθύμηση τοῦ παρελθόντος καὶ προγραμματίζονται γιὰ τὸ μέλλον. Τὸ κρύο συντηρεῖ τὰ τρόφιμα, ἀλλὰ παγώνει τὶς ἀνθρώπινες δραστηριότητες. Τὸ κρύο, τέλος, μὲ τὶς σημερινὲς συνθῆκες καὶ ἐμπειρίες, εὐνοεῖ τὴν πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ, ἡ ὁποία ἀναμένει τὴν ζεστασιὰ τῆς ἀνοίξεως καὶ τοῦ καλοκαιριοῦ, γιὰ νὰ ξεπερασθεῖ.
Ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος τὰ πάντα «ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν» (Ψαλμ. 103, 24), στὸν ἐνιαύσιο κύκλο μᾶς φέρνει καὶ κρύο καὶ ζέστη. Ἂν δὲν μαζευόμαστε ἀπὸ τὸ κρύο στὰ σπίτια μας, δὲν θὰ ἀπολαμβάναμε τὴν ζέστη στὴν ἐξοχή, στὶς θάλασσές μας. Ἔχουμε, ἔτσι, ἀνθρώπινα, συσχετίσει τὸ κρύο μὲ κάτι περιοριστικό, ἴσως καὶ ἀποκρουστικό, ἐνῶ τὴν ζέστη μὲ κάτι ἐπιθυμητό, κάτι ὡραῖο. Λέμε γιὰ ἀντιπαθεῖς τύπους ἀνθρώπων: «Αὐτὸς εἶναι κρύος», «τὰ ἀστεῖα του εἶναι κρύα», «εἶναι ψυχρὸς ἄνθρωπος». Γιὰ συμπαθεῖς τουναντίον λέμε: «Ἔχει θερμὴ ἀγάπη», «ζεστὴ συμπεριφορά», «στέλνει ὁλόθερμες εὐχές», «ἡ καρδιά του εἶναι ζεστή».
Τὸ πρόβλημα τῶν ἡμερῶν ποὺ ζοῦμε εἶναι ὄχι τόσο ἡ ἐπίδραση τῶν καιρικῶν συνθηκῶν ζέστης καὶ κρύου στὴν καθημερινότητά μας, ποὺ πάντοτε ἀνικανοποίητοι δυσανασχετοῦμε γι’ αὐτές, ἀλλὰ καὶ λίγο ὡς πολὺ μποροῦμε νὰ τὶς βελτιώσουμε, ὅσο τῶν ψυχικῶν μας συνθηκῶν κρύου καὶ ζέστης σὲ κάθε ἔκφανση τῆς ζωῆς μας. Στὸν κοινωνικό μας περίγυρο, ἀκόμη καὶ στὸν χριστιανικό, βλέπουμε ὅτι «ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. κδ΄ 12). Γίναμε «κατεψυγμένοι» συναισθηματικά. Δυστυχία εἶναι νὰ βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν στὸ ἄμεσο κοινωνικό μας περιβάλλον ἄνθρωποι πού, ἂν καὶ διαμένουν σὲ πολυκατοικίες, ζοῦν σὰν σὲ ἀπομόνωση καὶ πεθαίνουν, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ πάρει εἴδηση· βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν ἀσθενεῖς στὰ νοσοκομεῖα, τοὺς ὁποίους κανεὶς δὲν ἐπισκέπτεται, κι ἂς πηγαινοέρχονται γύρω τους καθημερινὰ ἑκατοντάδες ἄνθρωποι· βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν ἀκόμη γέροντες ἀνήμποροι, παιδιὰ ἐγκαταλελειμμένα, μητέρες ἀβοήθητες, πρόσωπα ἐμπερίστατα ποὺ ἐπαναλαμβάνουν μὲ πόνο τὸ «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰωάν. ε΄ 7) ὑπογραμμίζοντας, ἔτσι, τὴν διαπίστωση ὅτι ἡ μοναξιὰ ἀποτελεῖ τραγικὸ φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας. Καὶ εἶναι πράγματι τραγικό, σὲ μιὰ ἐποχὴ μὲ τὰ τελειότερα μέσα ἐπικοινωνίας, νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ μοναξιά, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἡ ἀπομόνωση, ἀλλὰ ἡ ἐγκατάλειψη λόγῳ ἀπουσίας ἀγάπης. Ὅταν λείπει ἡ ἀγάπη, τότε μπορεῖ νὰ ζεῖς ἀνάμεσα σὲ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους κι ὅμως νὰ νοιώθεις μόνος· νὰ μὴν ἔχεις κάποιον νὰ ἐμπιστευθεῖς, νὰ τοῦ ἀνοίξεις τὴν καρδιά σου, νὰ ἐκφράσεις τὸν πόνο σου ἀλλὰ καὶ τὴν χαρά σου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιδημία τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό μας, ἡ ἐπιδημία τοῦ θανατηφόρου ἰοῦ τῆς σκληροκαρδίας καὶ τῆς περιφρονήσεως τῶν Εὐαγγελικῶν ἀρχῶν τῆς ἀγάπης, τῆς συμπόνιας, τῆς ἀλληλεγγύης. Γι’ αὐτὸν τὸν ἰὸ δὲν δημοσιεύθηκε τίποτα. Δὲν ἀναφέρεται ὡς πανδημία, παρ’ ὅτι εἶναι θανατηφόρος.
Γιὰ τὸν κορωνοϊὸ κλείνουν σχολεῖα, κλείνουν ἐπιχειρήσεις, ἐπιβάλλονται περιορισμοί, ἡ κοινὴ γνώμη γίνεται ἀνάστατη. Φοβούμεθα τὴν πανδημία, φοβούμεθα τὴν ἐξάπλωση τῆς ἰώσεως, φοβούμεθα καὶ τὸν σωματικὸ θάνατο. Γιὰ τὸν πνευματικό, στὸν ὁποῖο ὁδηγούμαστε μὲ τὴν σκληροκαρδία μας, καμία συζήτηση.
Γιὰ τὸν κορωνοϊὸ ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα τοῦ ἐμβολίου καὶ τῆς ἀναμενόμενης ζέστης, ἡ ὁποία θὰ τὸν περιορίσει. Γιὰ τὸν ἰὸ τῆς σκληροκαρδίας ἡ ἐλπίδα εἶναι ἡ ζέση τῆς καρδιᾶς καὶ τὸ ἐμβόλιο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἂν θερμάνουμε τὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ ἂν ζητήσουμε τὴν Θεία Χάρη, τότε θὰ νεκρώσουμε κάθε ἰὸ θανατηφόρο καὶ ὑγιεῖς θὰ πορευθοῦμε στὸν σταυρικὸ δρόμο τῆς ζωῆς μας, ποὺ σίγουρα μὲ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου μας ὁδηγεῖ στὴν ἀνάσταση. Ὁ πνευματικὸς κορωνοϊὸς θὰ ἔχει ἐξαφανισθεῖ. Δὲν ζεῖ σὲ θερμὲς ἀπὸ ἀγάπη καρδιές.
Εὐχὴ διὰ τὴν ἐκ τοῦ κορωνοϊοῦ δοκιμασίαν
Πανάγαθε Πάτερ καὶ Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν, ὁ ἀπαύστως τὸ γένος ἡμῶν «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» (Πράξ. ι΄ 38), ὁ σπεύδων παρασχεῖν φάρμακα κουφισμοῦ τοῦ ἄλγους ὡς καὶ ὁλοσχεροῦς θεραπείας καὶ σωτηρίας τοῖς ἀλγεινῶς καὶ δυσιάτως νοσοῦσιν, ὁ μόνος δυνάμενος θεραπεύειν πᾶσαν νόσον ψυχικήν τε καὶ σωματικήν, ὁ καὶ διὰ τῶν ἀσθενειῶν παιδαγωγῶν ἡμᾶς, τοὺς ἐν τρίβοις ἁμαρτίας πορευομένους, ὁ θλιβόμενος ὁρῶν, ὅτι «ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. κδ΄ 12), τῶν ἀσυμπαθῶς, οἴμοι, πολιτευομένων, ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων, ὁ ἀεὶ καὶ διὰ παντὸς κηδόμενος τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων καὶ πρὸς τὸ συμφέρον πάντα λυσιτελῶς οἰκονομῶν καὶ προνοούμενος καὶ αὐτὸ πᾶσιν ἀπονέμων κατὰ τὸ μέγα καὶ πλούσιόν Σου ἔλεος, ὁ ἐπιτρέψας καὶ τὴν παροῦσαν διὰ τοῦ κορωνοϊοῦ δοκιμασίαν, ἐν ᾗ τὸ εὐλογημένον γένος ἡμῶν κακῶς ὀδυνᾶται, ὁ τῇ ἀφάτῳ Σου ἀγαθότητι σχίσας τὸ χειρόγραφον τῶν ἡμῶν ἁμαρτιῶν διὰ τοῦ ὑπερτίμου Σου αἵματος, ὁ ἐκ τοῦ φλέγοντος πυρὸς τῶν ἀσθενειῶν καὶ περιστάσεων ὁδηγῶν ἡμᾶς εἰς δροσισμὸν καὶ ἀναψυχήν, Αὐτός, Πανοικτίρμον καὶ πανευΐλατε Θεάνθρωπε, ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἀπέλασον ἀφ’ ἡμῶν τῇ πανσθενεῖ Δεξιᾷ Σου τὸν ἐκ τοῦ κορωνοϊοῦ κίνδυνον καὶ ἐν ὑγιείᾳ συντήρησον τοὺς εἰς Σὲ πιστεύοντας καὶ τῇ δυνάμει Σου καταφεύγοντας, ὅτι Σὺ εἶ ὁ ταχὺς ἀρωγὸς τῶν ἐν κινδύνοις, ἡ παραμυθία τῶν ἐν θλίψεσιν, ἡ ἐπίσκεψις καὶ ἴασις τῶν ἀσθενούντων, ὁ σωφρονισμὸς τῶν δαιμονώντων, ἡ ἀντίληψις τῶν καμνόντων, ἡ ἔγερσις τῶν παραλύτων, ἡ τῶν τυφλῶν ἀνάβλεψις, ἡ τῶν χωλῶν εὐδρομία, ἡ ῥῶσις τῶν νοσούντων. Πρόσδέξαι οὖν, φιλάνθρωπε Σῶτερ καὶ Κύριε, τὴν δέησιν ἡμῶν καὶ δὸς ἡμῖν τὴν ταχεῖάν σου ἀντίληψιν· ἴδε ἐν ὄμματι συμπαθείας τοὺς πάσχοντας οἰκέτας Σου καὶ ἀπάλλαξους ἡμᾶς τε καὶ αὐτοὺς τῆς συνεχούσης τοῦ κορωνοϊοῦ μάστιγος. Δὸς τοῖς ἐξ αὐτοῦ νοσοῦσι τὴν τελείαν ἴασιν καὶ ποθεινὴν ὑγίειαν καὶ πᾶσιν ἡμῖν, θερμῶς δεομένοις Σου, τὴν δαψιλῆ χάριν Σου, ὅτι Σοὶ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ Παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἰσχύς μου καὶ ὕμνησίς μου ὁ Κύριος (Ψαλμ. 117, 14)
Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω. (Ψαλμ. 145, 2)
**************************************************************
Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια
Μεγάλου Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΤΑΤΟΝ
ΥΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ
ΜΟΝΟΥ ΝΙΚΗΤΟΥ ΤΟΥ ΙΟΥ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΗΣ
*
*
* * * * *
*
*
Ἀθῆναι 2020
*******************************************************************
Εὐλογήσαντος τοῦ Ἱερέως τὸ Κύριε εἰσάκουσον, μεθ' ὃ τὸ Θεὸς Κύριος, ὡς συνήθως, καὶ τὸ ἑξῆς·
Ἦχος πλ. δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Υἱὲ Θεοῦ, φιλανθρωπότατε Σῶτερ,
ὁ ἰατρὸς ἡμῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων,
γλυκύτατε Θεάνθρωπε, Χριστὲ Ἰησοῦ,
ὡς σεπτὸν ἀντίδοτον τοῦ ἰοῦ τῆς κορώνης
πίστει Σὲ δοξάζομεν καὶ θερμῶς Σοὶ βοῶμεν·
Ὁ τοὺς πιστοὺς ἀεὶ εὐεργετῶν,
λοιμώδους νόσου ἡμᾶς τάχος λύτρωσαι.
Δόξα. Καὶ νῦν.
Οὐ σιωπήσομεν ποτέ, Θεοτόκε,
τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι.
Εἰ μὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα,
τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων;
Τίς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους;
Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ·
σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεὶ ἐκ παντοίων δεινῶν.
Εἶτα ὁ Ν΄ Ψαλμὸς καὶ ὁ Κανών, οὗ ἡ ἀκροστιχίς·
" Υἱὲ Θεοῦ, ἰοῦ κορώνης ἡμᾶς ἐκλύτρωσαι. Χ."
ᾨδὴ α΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας.
Υἱὲ τοῦ Ὑψίστου ἡμῶν Θεοῦ,
ἰώμενος πάντας
καὶ θεόθεν εὐεργετῶν
μὴ παύσῃ τοὺς Σὲ δοξολογοῦντας
ὡς εὐσυμπάθητος καὶ πανευΐλατος.
Ἰοῦ τῆς κορώνης ὁ ὀλετὴρ
ὁ μόνος, Σοὺς δούλους
ἐκ τῆς μάστιγος τῆς αὐτοῦ
ἀπάλλαξον τάχος, Ζωοδότα,
Υἱὲ Ὑψίστου, φιλάνθρωπε Κύριε.
Ἐλέους ἡ κρήνη καὶ οἰκτιρμῶν,
Υἱὲ τοῦ Ὑψίστου,
νοσημάτων ἐκ λοιμικῶν
ἀπάλλαξον τάχους Σοὺς οἰκέτας,
δοξάζοντάς Σε πανδήμως, Θεάνθρωπε.
Θεοτοκίον.
Θεράπευσον νόσους τὰς λοιμικὰς
ἡμῶν, Ἐλεοῦσα,
δεομένων σου ἐκτενῶς,
Κυκκώτισσα Κεχαριτωμένη,
τῇ οὐρανόθεν δοθείσῃ σοι χάριτι.
ᾨδὴ γ΄. Οὐρανίας ἁψῖδος.
Εὐλαβῶς Σοὶ βοῶμεν·
Υἱὲ Θεοῦ εὔσπλαγχνε,
ἰατρὲ ψυχῶν καὶ σωμάτων
μόνε τῶν δούλων Σου,
τῆς πανδημίας ἡμᾶς
ἐκ τοῦ ἰοῦ τῆς κορώνης
πανδημίας λύτρωσαι
Σὲ τοὺς δοξάζοντας.
Οὐρανόθεν ἐλέους,
Υἱὲ Θεοῦ ἄχραντε,
πέμψον ὑετὸν τοῖς ἐν πίστει
δοξολογοῦσί Σε
καὶ ἐξ ἰοῦ ζοφεροῦ
ἀπαλλαγῆς τῆς κορώνης
ὄμβρον, πολυεύσπλαγχνε
Σῶτερ καὶ Κύριε.
Ὑπερύμνητε Λόγε
Θεοῦ, Χριστέ, θέρμανον
Σῆς φιλανθρωπίας ἀκτῖσι
δούλων Σου, Κύριε,
καρδίας, τοῦ ἀγαπᾶν
τοὺς ἐνδεεῖς καὶ διώκειν
τὸν ἰὸν ψυχρότητος, φεῦ, τὸν ψυχόλεθρον.
Θεοτοκίον.
Ἱκετῶν σου ἀκέστορ,
Χριστιανῶν σέμνωμα,
Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, Ἐλεοῦσα,
πάντας ἀπάλλαξον
ἐπιδημίας δεινῆς
ἐκ τοῦ ἰοῦ τῆς κορώνης,
θαυμαστὴ ὀλέτειρα
νόσων καὶ θλίψεων.
Ἀπάλλαξον,
Υἱὲ Ὑψίστου, ἐκ μάστιγος Σοὺς οἰκέτας
ἐνσκηψάσης, ἡμᾶς ἰοῦ κορώνης, φιλάνθρωπε,
ὁ πάντων ἰώμενος ἀσθενείας.
Ἐπίβλεψον
ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε,
ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν
καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.
Αἴτησις καὶ τὸ Κάθισμα·
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, Θεὲ φιλανθρωπότατε,
ὁ πᾶσαν δραξὶ κατέχων τὴν ὑφήλιον,
ἐξ ἰοῦ ἀπάλλαξον
τῆς κορώνης, οἴμοι, τῆς μάστιγος
τοὺς ἐκζητοῦντας φάρμακον λαβεῖν
ἐκ Σοῦ, Ἰησοῦ, τὸ ζωοπάροχον.
ᾨδὴ δ΄. Εἰσακήκοα, Κύριε.
Οὐρανόθεν ἀσθένειαν
ἴδε οἰκετῶν Σου, Υἱὲ καὶ Κύριε,
καὶ τὴν ἔμπονον κατάπαυσον
Σὴν παιδαγωγίαν ὡς φιλεύσπλαγχνος.
Ὑμνητάς Σου ἐξάρπασον
ἐξ ἰοῦ κορώνης πανδήμου μάστιγος,
Ἰησοῦ, Υἱὲ φιλάνθρωπε
τοῦ εὐσυμπαθήτου Παντοκράτορος.
Καταπράϋνον δούλων Σου
ἄλγη ἐκ κορώνης ἰοῦ, Θεάνθρωπε,
μόνε πάντων ὁ δυνάμενος
θεραπεύειν ἄλγη τὰ δυσίατα.
Θεοτοκίον.
Ὅρμον πρὸς τὸν ἀχείμαστον
ὑγιείας ἴθυνον καὶ δυνάμεως,
Ἐλεοῦσα, τοὺς ἑκάστοτε
σὲ ὑμνοῦντας, ἄχραντε Κυκκώτισσα.
ᾨδὴ ε΄. Φώτισον ἡμᾶς.
Ῥῦσαι τοῦ ἰοῦ
τῆς κορώνης τοὺς δοξάζοντας
Σέ, Υἱὲ Θεοῦ, καὶ πίστει ἀκλινεῖ
ποτηρίου τῆς ζωῆς μεταλαμβάνοντας.
Ὡς θεραπευτὴν
Σέ, Υἱὲ Θεοῦ, δοξάζομεν
νοσημάτων λοιμικῶν καὶ τοῦ ἰοῦ
τῆς κορώνης ταχινόν, μόνε φιλάνθρωπε.
Νῦν, Υἱὲ Θεοῦ,
δυσωποῦμέν Σε· Παράβλεψον
τὴν ἡμῶν ἀποστασίαν ἀπὸ Σοῦ
καὶ ἰοῦ ἡμᾶς κορώνης ἀπολύτρωσαι.
Θεοτοκίον.
Ἦμαρ ὑγιές,
Ἐλεοῦσα, ἐξανάτειλον
τοῖς καθεύδουσι κορώνης ἐν ἰοῦ
τῇ νυκτί, Θεογεννήτρια Κυκκώτισσα.
ᾨδὴ στ΄. Τὴν δέησιν.
Συνέτισον ἀσυνέτους δούλους Σου,
καὶ μὴ σπεύσῃς, Σῶτερ, παιδαγωγῆσαι
ἡμᾶς, Χριστέ, δι’ ἰοῦ πανδημίας
κορώνης θανατηφόρου, εὐΐλατε
Υἱὲ Παντάνακτος Θεοῦ,
λοιμικῶν ἰατρὲ νόσων τάχιστε.
Ἡ χάρις Σου πανσθενὴς καὶ ἄμεσος
πέλει, Σῶτερ, εὐσυμπάθητε Λόγε
Θεοῦ Ὑψίστου, ἁπάντων νοσούντων
ὁ ἰατρὸς ὁ ταχύς, πολυέλεε,
καὶ τῆς κορώνης τοῦ ἰοῦ
ὁ ὀλέτης, ὑπέρθεε Κύριε.
Μανίας με, τὸν δοξολογοῦντά Σε,
ἀπολύτρωσαι ἰοῦ τῆς κορώνης,
Υἱὲ Θεοῦ πανοικτίρμον, καὶ πάντας
εἰς Σὲ πιστεύοντας, Σῶτερ πανάγαθε,
ἀλλ’ ἀγαθότητα τὴν Σὴν
παροργίζοντας λόγοις καὶ πράξεσι.
Θεοτοκίον.
Ἀπέλασον ἀφ’ ἡμῶν, Κυκκώτισσα
Ἐλεοῦσα, Θεοτόκε Παρθένε,
ἐπιδημίαν ἐκ τοῦ τῆς κορώνης
ἰοῦ καὶ πᾶσαν ἀσθένειαν, Δέσποινα,
ἀνίατον καὶ λοιμικήν,
κατατρύχουσαν, φεῦ, τοὺς οἰκέτας σου.
Ἀπάλλαξον,
Υἱὲ Ὑψίστου, ἐκ μάστιγος Σοὺς οἰκέτας
ἐνσκηψάσης ἡμῖν ἰοῦ κορώνης, φιλάνθρωπε,
ὁ πάντων ἰώμενος ἀσθενείας.
Ἄχραντε,
ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως
ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα, δυσώπησον
ὡς ἔχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.
Αἴτησις καὶ τὸ Κοντάκιον.
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Μὴ ἀφ’ ἡμῶν ἀποστρέψῃς Σὸν πρόσωπον,
Υἱὲ καὶ Λόγε Θεοῦ, δι’ ἀσέβειαν
καὶ ἐξ ἰοῦ τῆς κορώνης τῆς μάστιγος
ἡμᾶς ἀπάλλαξον ὡς εὐσυμπάθητος
πατήρ, ὁ θέλων σωθῆναι τὰ τέκνα Σου.
Προκείμενον. Ἦχος δ΄. Πᾶσαι αἱ ὁδοὶ Κυρίου ἔλεος καὶ ἀλήθεια.
Στίχος. Ὁδήγησόν με, Κύριε, ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν Σου.
Εὐαγγέλιον· Κατὰ Ἰωάννην (Κεφ. ιδ΄ 1 - 11 ).
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ
καρδία...
Ζήτει τῇ Παρασκευῇ τῆς στ΄ Ἑβδομάδος.
Δόξα.
Ἐξ ἰοῦ κορώνης
ἀπάλλαξον Σοὺς δούλους,
Σὲ δοξολογοῦντας,
Υἱὲ Θεοῦ Ὑψίστου.
Καὶ νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου
πρεσβείαις, Ἐλεῆμον,
ἐξάλειψον τὰ πλήθη
τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Προσόμοιον. Ἦχος πλ β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Στίχος. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.
Ἰησοῦ γλυκύτατε,
Υἱὲ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου,
ἰατρὲ ἀνάργυρε
πάντων τῶν ἐν ᾄσμασι
δοξαζόντων Σε,
τοῦ ἰοῦ μάστιγος
τῆς κορώνης ῥῦσαι
τοῦ θανατηφόρου ἅπαντας
ὡς εὐσυμπάθητος
καὶ παντελεήμων, τοὺς σπεύδοντας
τῇ παναλκεῖ δυνάμει Σου
καὶ ἰσχύϊ, Λόγε τοῦ Κτίσαντος,
ὁ ἐν γῇ τὸν βίον
ἰώμενος τοὺς πάντας διελθών,
εὐεργετῶν καὶ νοσήματα
ἐκδιώκων ἅπαντα.
Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν Σου...
ᾨδὴ ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Σέ, Υἱὲ τοῦ Ὑψίστου,
ὁλοθύμως δοξάζων
πιστῶς κραυγάζω Σοι·
Ἰοῦ ἡμᾶς κορώνης
θανατηφόρου ῥῦσαι,
ἀπελαύειν νοσήματα
Θεὸς ὡς μόνος ἰσχὺν
καὶ δύναμιν κατέχων.
Εὐσυμπάθητε Σῶτερ,
δέξαι πάντων δεήσεις,
φιλανθρωπότατε,
τρανῶς Σὲ δοξαζόντων
καὶ ἐκ τῆς πανδημίας
τοῦ ἰοῦ ἀπολύτρωσαι
κορώνης πάντας δεινῶς
τοὺς κατατρυχομένους.
Καταπράϋνον ἄλγη
ἐξ ἰοῦ τῆς κορώνης
τῶν δοξαζόντων Σε,
Υἱὲ Θεοῦ Ὑψίστου,
καὶ κοινωνούντων πίστει
τοῦ ἀχράντου Σου Σώματος
καὶ Αἵματός Σου σεπτοῦ
ὑγίειαν πρὸς ἄμφω.
Θεοτοκίον.
Λαμπηδόσιν εὐχῶν σου,
Ἐλεοῦσα Παρθένε,
σεμνὴ Κυκκώτισσα,
ἀπέλασον τὰ σκότη
τῶν λοιμωδῶν σῶν δούλων
νοσημάτων καὶ δώρησαι
ἦμαρ ἡμῖν ὑγιές,
Κυρία Θεοτόκε.
ᾨδὴ η΄. Τὸν Βασιλέα.
Ὑμνολογῶν Σε,
Υἱὲ Θεοῦ, δυσωπῶ Σε·
Ὁ λεπροὺς καθαρίσας, ἐκ νόσων
κάθαρόν με, Σῶτερ,
τῶν λοιμικῶν ταχέως.
Τῶν νοσημάτων
ὁ ἰατρός, Θεοῦ Λόγε,
πανδημίας ἰοῦ τῆς κορώνης
ῥῦσαι ὀρθοδόξως
τοὺς Σὲ δοξολογοῦντας.
Ῥανίδας σμῆξον,
Υἱὲ Θεοῦ, τῶν δακρύων
συμπαθείας Σου μάκτρῳ Σῶν δούλων,
κατατρυχομένων
ἐκ τοῦ ἰοῦ κορώνης.
Θεοτοκίον.
Ὡς ἰαμάτων
σέ, Ἐλεοῦσα Παρθένε,
Ζωοδόχον Πηγὴν ἀνυμνοῦντες
ἐξ αὐτῆς νῦν ὕδωρ
ἰάσεων ἀντλοῦμεν.
ᾨδὴ θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
Σοῖς δούλοις οὐρανόθεν
ὄμβριζε ἀφθόνως
ὄμβρον σωτήριον, Λόγε τοῦ Κτίσαντος,
καὶ ὑγιείας καὶ σθένους, φιλανθρωπότατε.
Ἀπέλασον ταχέως
τὴν λοιμώδη νόσον,
τὴν ἐξ ἰοῦ τῆς κορώνης, Θεάνθρωπε,
Υἱὲ καὶ Λόγε Ὑψίστου, τοῦ πανοικτίρμονος.
Ἰοῦ κορώνης παῦσις,
Ἰησοῦ Χριστέ μου,
Υἱὲ Θεοῦ, σῶσον πάντας οἰκέτας Σου,
τοὺς εὐλαβῶς θείαν κλῆσιν ὁμολογοῦντάς Σου.
Θεοτοκίον.
Χαρίτων, Ἐλεοῦσα,
κρήνη, σοὺς ἱκέτας
πότισον νάμασι θάρσους, δυνάμεως
καὶ ὑγιείας κατ’ ἄμφω, Θεογεννήτρια.
Ἄξιόν ἐστι.... καὶ τὰ παρόντα Μεγαλυνάρια·
Δεῦτε μεταλάβωμεν εὐλαβῶς
Σώματος ἀχράντου
καὶ τοῖ Αἵματος τοῦ σεπτοῦ
τοῦ Υἱοῦ Ὑψίστου,
τοῦ μόνου ἀντιδότου
ἰοῦ τοῦ τῆς κορώνης
ὄντως ὑπάρχοντος.
Πανδημίας λύτρωσαι τοῦ ἰοῦ
τῆς κορώνης πάντας
Σὲ δοξάζοντας ἀκλινῶς
ὡς Υἱὸν Ὑψίστου
Θεοῦ, Χριστὲ Παντάναξ,
ὁ μόνος ἀσθενείας
παύειν δυνάμενος.
Μνήσθητι τῶν δούλων Σου, Ἰησοῦ,
τῶν δεινῶς πασχόντων
ἐκ τῆς μάστιγος τοῦ ἰοῦ
τῆς κορώνης, Σῶτερ,
Υἱὲ Θεοῦ, οὗ πέλει
ἀντίδοτον Σὸν Αἷμα
καὶ Σῶμα, Κύριε.
Ἔλεος κατάπεμψον ἐφ’ ἡμᾶς,
τοὺς ἡμαρτηκότας
καὶ τὸ κάλλος τῆς Σῆς μορφῆς
ἀτενίσαι, Σῶτερ,
μὴ δυναμένους, οἴμοι,
νῦν ἐξ ἰοῦ κορώνης
οἱ χειμαζόμενοι.
Σῶτερ ὡραιότατε, Ἰησοῦ,
σκέδασον τὸν φόβον
τοῦ θανάτου ἐκ τοῦ ἰοῦ
τῆς κορώνης ἄρτι
ἐνσκήψαντος, ὁ μόνος
ἰώμενος λοιμώδη
πάντων νοσήματα.
Δυσθυμίαν δούλων Σου, Ἰησοῦ,
δίωξον ταχέως
ἐκ τῆς μάστιγος τοῦ ἰοῦ
τῆς κορώνης, Σῶτερ,
δεινῶς ἐπερχομένην,
Υἱὲ Θεοῦ Ὑψίστου
ἄγαν εὐΐλατε.
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί,
Πρόδρομε Κυρίου,
Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς,
οἱ Ἅγιοι πάντες,
μετὰ τῆς Θεοτόκου
ποιήσατε πρεσβείαν
εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.
Τὸ Τρισάγιον καὶ τὸ Ἀπολυτίκιον·
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Εὐεργέτα τοῦ γένους βροτῶν, ἐπάκουσον
ἡμῶν δεήσεων τάχος,
Υἱὲ καὶ Λόγε Θεοῦ,
τῆς κορώνης ἰατὴρ ἰοῦ ταχύτατε,
ὁ ἀπελαύνειν λοιμικὰς
ἀσθενείας τοῦ λαοῦ
δυνάμενος καὶ διώκειν
θανάτου φόβον ἐκ πάντων
πανευλαβῶς δοξολογούντων Σε.
Ἐκτενὴς καὶ Ἀπόλυσις, μεθ' ἣν ψάλλομεν τὸ ἑξῆς·
Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ Ξύλου.
Σῶτερ, εὐσυμπάθητε Χριστέ,
ἰατρὲ ψυχῶν καὶ σωμάτων,
Υἱὲ Ὑψίστου Θεοῦ,
ἐξ ἰοῦ, εὐΐλατε,
κορώνης, Κύριε,
πανδημίαν ἀπέλασον
δριμεῖαν ταχέως,
τὴν φιλανθρωπίαν Σου
ἡμῖν δεικνύμενος,
σπεύδουσι τῇ Σῇ εὐσπλαγχνίᾳ
καὶ ἐπιστασίᾳ ἐν δίναις
ταῖς βιοτικαῖς, οἰκτίρμον Κύριε.
Δέσποινα, πρόσδεξαι
τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου
καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς
ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.
Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου
εἰς σὲ ἀνατίθημι·
Μῆτερ τοῦ Θεοῦ,
φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.
Δίστιχον.
Υἱὲ Ὑψίστου, ἰοῦ κορώνης ῥῦσαι
πάντας σὺν Νικηφόρῳ καὶ Χαραλάμπει.
Ἀριθμ. Καταλ. Π 818 /20-3-20
ΤΕΛΟΣ
ΚΑΙ ΔΟΞΑ
Τῼ ΜΟΝῼ ΑΛΗΘΙΝῼ
ΘΕῼ ΗΜΩΝ
Ἰσχύς μου καὶ ὕμνησίς μου ὁ Κύριος (Ψαλμ. 117, 14)
Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω. (Ψαλμ. 145, 2)
**************************************************************
Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια
Μεγάλου Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΡΤΙΩΣ ΕΚΛΑΜΨΑΝΤΑ
ΟΣΙΟΝ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΗΜΩΝ
Ν Ι Κ Η Φ Ο Ρ Ο Ν
ΤΟΝ ΛΕΠΡΟΝ
ΤΟΥΠΙΚΛΗΝ ΤΖΑΝΝΑΚΑΚΗΝ
*
*
* * * * *
*
*
Ἀθῆναι 2020
Ἡ μνήμη αὐτοῦ τελεῖται τῇ Δ΄ Ἰανουαρίου
Ποίημα Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια
*******************************************************************
Εὐλογήσαντος τοῦ Ἱερέως τὸ Κύριε εἰσάκουσον,
μεθ' ὃ τὸ Θεὸς Κύριος, ὡς συνήθως, καὶ τὸ ἑξῆς·
Ἦχος πλ. δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Δόξα. Τὸ αὐτό. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
- Οὐ σιωπήσομεν ποτέ, Θεοτόκε,
- τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι.
- Εἰ μὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα,
- τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων;
- Τίς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους;
- Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ·
- σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεὶ ἐκ παντοίων δεινῶν.
Εἶτα ὁ Ν΄ Ψαλμὸς καὶ ὁ Κανὼν, οὗ ἡ ἀκροστιχίς·
" Νικηφόρε, νικητὴν ἐν νόσοις δεῖξόν με. Χ."
ᾨδὴ α΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας.
- Νοσούντων ὁ ἄμισθος ἰατρός,
- λεπρὲ Νικηφόρε,
- Θείας Χάριτος ποταμέ,
- τοῖς νάμασι θείων πρεσβειῶν σου
ἡμῶν δεινὰς ἀσθενείας θεράπευσον. - Ἰάτρευσον πάθη τὰ σαρκικὰ
- ἡμῶν, Νικηφόρε,
- προστρεχόντων ταῖς σαῖς λιταῖς
- πρὸς τὸν ἰατῆρα τῶν σωμάτων
- καὶ τῶν ψυχῶν, Ἰησοῦν, τὸν ἀνάργυρον.
- Κοσμῆτορ, πανόσιε, τῶν λεπρῶν,
ἰδεῖν, Νικηφόρε, - κατηξίωσαι τοῦ Χριστοῦ
- τὸ κάλλος τὸ ἄῤῥητον προσώπου,
- Οὗ καὶ ἡμᾶς κατιδεῖν καταξίωσον.
Θεοτοκίον.
- Ἡ μόνη μερόπων καταφυγὴ
- ἐν βίου ἀνάγκαις,
- περιστάσεσι ζοφεραῖς
- καὶ νόσοις καὶ θλίψεσι, Παρθένε,
- ῥῦσαι ἡμᾶς πειρασμῶν καὶ συμπτώσεων.
- ᾨδὴ γ΄. Οὐρανίας ἁψῖδος.
- Φρέαρ βλῦζον ἐπώφθης
- τοῖς ἀλγεινῶς στένουσι
νάματα, σεπτέ, ὑγιείας,
ἄμφω δυνάμεως - καὶ σθένους, μάκαρ λεπρέ,
θαυματουργὲ Νικηφόρε, - ὃν Χριστὸς ἀνέδειξε
- Χάριτος πέλαγος.
Ὁσιώτατε πάτερ,
ὁ τῶν λεπρῶν δίοδον
τὴν στενὴν ἀνύσας προθύμως
καὶ εἰς θεώσεως
φθάσας σαφῶς πλατυσμόν,
δός, Νικηφόρε, λιταῖς σου
πᾶσιν εὐφημοῦσί σε
ἄμφω ὑγίειαν.
- Ῥαντισμῷ χάριτός σου,
- φίλε Θεοῦ γνήσιε,
- πάντας καθαγίαζε, πάτερ,
σοὶ καταφεύγοντας - ἐν τοῖς τοῦ βίου δεινοῖς
καὶ πειρασμοῖς, Νικηφόρε,
ὃν Θεὸς δι’ ἄφατον - πίστιν ἡγίασεν.
Θεοτοκίον.
- Ἐλεοῦσα Παρθένε,
- Μῆτερ Θεοῦ ἄχραντε,
Νικηφόρου θείου πρεσβείαις
πᾶσι κατάπεμψον - θεόθεν τοὺς οἰκτιρμοὺς
- τοῦ εὐϊλάτου Υἱοῦ σου
- καὶ Αὐτοῦ τὸ ἄμετρον,
Δέσποινα, ἔλεος.
- Θεράπευσον
- δεινῶς νοσοῦντας, πανόσιε Νικηφόρε,
- ὁ τῆς λέπρας στεῤῥῶς σταυρὸν βαστάσας, τῇ χάριτι πλουσίως δοθείσῃ σοι οὐρανόθεν.
- Ἐπίβλεψον
- ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε,
- ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν
καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.
Αἴτησις καὶ τὸ Κάθισμα.
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
- Στενὴν ἀτραπὸν τῆς λέπρας Θείᾳ Χάριτι
- ἀνύσας καλῶς εἰς πλάτος, πάτερ Ὅσιε,
Νικηφόρε, ἔφθασας - τῆς θεώσεως· ὅθεν ἀπείληφας
- τὴν χάριν πέμπειν πᾶσι θαυμαστῶς
νοσοῦσι πλουσίως τὰἰάματα.
ᾨδὴ δ΄. Εἰσακήκοα, Κύριε.
- Νικηφόρε, ἀγῶνάς σου
- καὶ ὑπομονήν σου ἐν ἀσθενείαις σου
- ὁ Θεοῦ Υἱὸς θεώμενος
- ἔδειξέ σε κρήνην τῶν ἰάσεων.
- Ἰατρεύεις νοσήματα
- χαλεπὰ τῇ χάριτι Θείου Πνεύματος,
Νικηφόρε, λέπρας στίγματα - ὁ βαστάζων, ἔνθεε, ἐν σώματι.
- Καθαγίασον, Ὅσιε
- Νικηφόρε, νάμασι σῶν δεήσεων
- πρὸς τὸν Ὕψιστον τοὺς σπεύδοντας
προσκυνῆσαι θήκην τῶν λειψάνων σου.
Θεοτοκίον.
- Ἡ ἐν μήτρᾳ βαστάσασα
- τὸν ἀεὶ βαστάζοντα κόσμου σύμπαντα,
Νικηφόρου παρακλήσεσι - πάντας ἐπευλόγει τοὺς ὑμνοῦντάς σε.
ᾨδὴ ε΄. Φώτισον ἡμᾶς.
- Τύπον ἀρετῶν
- ὡς παντοδαπῶν τιμῶντές σε,
- Νικηφόρε, ἐκδεχόμεθα λιτὰς
- διαθέρμους σου πρὸς Κύριον τὸν εὔσπλαγχνον.
- ᾜσχυνας ἐχθρὸν
- τῇ ἀμέμπτῳ πολιτείᾳ σου
- καὶ ἐν νόσοις ἀκραιφνεῖ ὑπομονῇ,
Νικηφόρε, ἱκετῶν σου φύλαξ ἄγρυπνε.
- Νεῦσον ταῖς ἡμῶν,
Νικηφόρε, παρακλήσεσι - καταπαύων τὰ σκιρτήματα σαρκός,
ἀσθενείας ἀγογγύστως ἧς ὑπέμεινας.
- Θεοτοκίον.
- Ἔμπλησον χαρᾶς,
- Μῆτερ, καὶ ἀγαλλιάσεως
- τὰς καρδίας οἰκετῶν σου, ἀγαθὴ
Θεοκῦμον, Νικηφόρου παρακλήσεσι. - ᾨδὴ στ΄. Τὴν δέησιν.
- Νικήτορας σαῖς εὐχαῖς ἀνάδειξον,
Νικηφόρε, κατ’ ἐχθρῶν ἀοράτων - τοὺς σὲ τιμῶντας ὡς λεπροκομείου
σεπτὸν οἰκήτορα καὶ ἰσοστάσιον
Ἀνθίμου, τοῦ πανευλαβοῦς - ἱερέως ἐν Χίῳ, ἀσκήσεως.
- Νῦν στένοντας, Νικηφόρε Ὅσιε,
εὐσεβεῖς ἐκ τοῦ ἰοῦ πανδημίας, - τοῦ κεκλημένου κορώνης, εὐχαῖς σου
θεοπειθέσιν ἀνάψυξον τάχιστα, - ἵνα ὑμνῶμέν σε τρανῶς
- ἰατρὸν ὡς νοσούντων θεόσδοτον.
- Ὁδήγησον τοὺς πανδήμως στένοντας
- ἐκ λοιμώδους ἀσθενείας πρὸς δόμους
ἀγαλλιάσεως καὶ ὑγιείας, - σημειοφόρε λεπρέ, πάτερ Ὅσιε,
- ὁ ὁδηγήσας πρὸς Θεόν,
- Νικηφόρε, ἐν βίῳ σὰ βήματα.
- Θεοτοκίον.
- Σὲ μέλπομεν, Θεοτόκε Δέσποινα,
- καθ’ ἑκάστην εὐσεβῶν αἱ χορεῖαι,
- ὡς γλυκασμὸν τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων
- καὶ θλιβομένων χαράν, Μῆτερ, δούλων σου
ἐκδεχομένων σὰς εὐχὰς - πρὸς Υἱόν σου, Θεὸν τὸν εὐΐλατον.
- Θεράπευσον
- δεινῶς νοσοῦντας, πανόσιε Νικηφόρε,
- ὁ τῆς λέπρας στεῤῥῶς σταυρὸν βαστάσας, τῇ χάριτι
- πλουσίως δοθείσῃ σοι οὐρανόθεν.
- Ἄχραντε,
- ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως
- ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα δυσώπησον
ὡς ἔχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.
Αἴτησις καὶ τὸ Κοντάκιον.
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
- Ὃν αἰωρούμενον εἶδεν Εὐμένιος
- ἐν προσευχῇ, Νικηφόρον, τιμήσωμεν,
τοῦ λεπροκόμου Ἀνθίμου ὁμότροπον, - ὡς ἰατρὸν ἀσθενούντων ἀνάργυρον,
λεπρόν, τυφλὸν καὶ παράλυτον Ὅσιον.
- Προκείμενον. Οἱ Ἱερεῖς Σου, Κύριε, ἐνδύσονται δικαιοσύνην καὶ οἱ Ὅσιοί Σου ἀγαλλιάσει ἀγαλλιάσονται.
- Στίχος. Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου Αὐτοῦ.
Εὐαγγέλιον· Κατὰ Ἰωάννην ( Κεφ. ι΄ 9 -16 ).
Ὅρα εἰς τὴν Λειτουργίαν τῆς ΙΓ΄ Νοεμβρίου.
- Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι' ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει. Ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν. Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων, ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.
Δόξα.
- Ταῖς τοῦ Σοῦ Ὁσίου
πρεσβείαις, Ἐλεῆμον,
ἐξάλειψον τὰ πλήθη - τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καὶ νῦν.
- Ταῖς τῆς Θεοτόκου
πρεσβείαις, Ἐλεῆμον,
ἐξάλειψον τὰ πλήθη - τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Προσόμοιον. Ἦχος πλ β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι.
- Στίχος. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου
ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.
- Πάμπτωχε ὁμότροπε
- παραβολῆς τοῦ Λαζάρου,
- Νικηφόρε Ὅσιε,
- ἐν Ναῷ οὗ ἔψαλλες
- τῷ Παντάνακτι,
- τῷ αὐτοῦ, πάντιμε
- πάτερ, φερωνύμῳ
- ἐν λεπροκομείῳ, ἅπαντας
- τοὺς σοὶ πρστρέχοντας
- ἐν ἀγκάλαις ἐπαναπαύεσθαι
- τοῦ Ἀβραὰμ ἀξίωσον
- μετὰ πότμον σαῖς παρακλήσεσιν,
ὧνπερ ἀπολαύεις - ὡς σκεῦος καθαρὸν ὑπομονῆς
- καὶ συμπαθείας πρὸς κάμνοντας
καὶ ἐν βίῳ στένοντας.
Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν Σου...
ᾨδὴ ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
- Οἱ ἐν νόσοις ὡς θεῖον
ἰατρὸν σὲ τιμῶντες,
λεπρὲ πανόσιε,
προσφεύγομεν σῇ σκέπῃ,
θεόφρον Νικηφόρε,
Θείας Χάριτος σκήνωμα,
θεραπευτὰ ταχινὲ
τῶν σοὶ καταφευγόντων.
- Ἱκετῶν σου ἀκέστωρ,
Νικηφόρε, ὑπάρχεις - ταχύς, ὁμόσκηνε
- ἐν δόξῃ Εὐμενίῳ
- ὀλβίῳ καὶ Ἀνθίμῳ,
- μεθ’ ὧν νέμεις ὑγίειαν
- ἄμφω τοῖς ὕμνοις λαμπροῖς
νῦν μεγαλύνουσί σε.
- Σωτηρίας πρὸς τρίβους,
Νικηφόρε, ὁδήγει - τοὺς σοὶ προστρέχοντας
- καὶ σὲ ὑμνολογοῦντας
- ὡς γαληνὸν λιμένα
- τῶν πιστῶν καὶ πανεύδιον
ἐν βίῳ, οἴμοι, δεινῶς
θαλαττευόντων, μάκαρ.
Θεοτοκίον.
- Δέξαι ὕμνον, Παρθένε,
εὐλαβῶν σου προσφύγων,
Θεογεννήτρια, - τῶν σὲ μεγαλυνόντων
διάσωσμα ὡς κόσμου, - καὶ ὑμνούντων τὰ σκάμματα
τοῦ νέου ἐν ἀσκηταῖς
ὁσίοις, Νικηφόρου.
ᾨδὴ η΄. Τὸν Βασιλέα.
- Ἐξάρπασόν με
- ὀνύχων τοῦ παλαμναίου,
Νικηφόρε λεπρέ, ὁ μανίας
ἐκφυγὼν ἀσκήσει - αὐτοῦ καὶ ταπεινώσει.
- Ἱκάνωσόν με
- τυχεῖν εὐκλείας τῆς θείας, Νικηφόρε, ἧς ἐπαπολαύεις
ὡς κοσμήτωρ νέος
Χριστοῦ τῆς Ἐκκλησίας.
- Ξενίας θείας
- ἐν οὐρανοῖς, Νικηφόρε,
καταξίωσον σοὺς ὑμνηπόλους,
σπεύδοντας ἐν δίναις - τῇ σῇ ἐπιστασίᾳ.
Θεοτοκίον.
- Ὄμβρισον πᾶσι
- τὸν ὑετὸν σῆς ἀγάπης,
ὀμβροτόκε νεφέλη, Παρθένε,
Νικηφόρου θείου - ψεκάσι συμπαθείας.
ᾨδὴ θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
- Νῦν σὲ παρακαλοῦμεν·
- Δόξης αἰωνίου
- καὶ οὐρανῶν χαρμονῆς καταξίωσον
- τοὺς εὐλαβῶς, Νικηφόρε, σὲ μακαρίζοντας.
- Μὴ παύσῃ, Νικηφόρε
- μάκαρ, οὐρανόθεν
- ἐκδυσωπῶν τὸν Θεον δοῦναι ἅπασιν
- ἄμφω ὑγίειαν, πάτερ, τοῖς εὐφημοῦσί σε.
- Ἐν βίῳ ἀγογγύστως
- ὁ καθυπομείνας
- τῆς λέπρας μάστιγα, πάτερ, ἀξίωσον
- τοὺς εὐσεβεῖς ὑπομένειν δεινὰ νοσήματα.
Θεοτοκίον.
- Χριστοῦ τοῦ Ζωδότου
- Μῆτερ γλυκυτάτη,
- τοῦ Νικηφόρου θερμαῖς παρακλήσεσι
- εἰς χαρμονὴν τὰς ὀδύνας ἡμῶν μετάστρεψον.
Ἄξιόν ἐστι.... καὶ τὰ παρόντα Μεγαλυνάρια.
- Παριδόντα λέπραν σωματικὴν
- ἐν ἐσχάτοις χρόνοις
καὶ καθάραντα τὴν ψυχὴν
προσευχῇ συντόνῳ,
θεόπνουν Νικηφόρον,
οὗ λείψανα βλυστάνει
μύρον, τιμήσωμεν.
- Χαίροις, τῶν νοσούντων ὁ ἰατρός,
χαίροις, Νικηφόρε, - ὁ τὴν λέπραν τὴν σαρκικὴν
- πίστεώς σου σθένει
- σαφῶς μεταποιήσας
- εἰς ψυχικήν σου ῥῶσιν,
- πάτερ, καὶ δύναμιν.
- Ἔχων παῤῥησίαν πρὸς τὸν Θεὸν
ὡς πνευματοφόρος - καὶ πανόσιος ἀσκητής,
Νικηφόρε, πάντας - ἐκλύτρωσαι κινδύνων,
- τοὺς σὲ ὑμνολογοῦντας,
- νόσων καὶ θλίψεων.
- Χαίροις, τῶν Χανίων σεπτὸς βλαστός, τοῦ Σιλικαρίου
- τὸ ἐκβλάστημα τὸ σεπτόν,
- χαίροις, Νικηφόρε,
- λεπροκομείου Χίου
- οἰκῆτορ θεοφόρε,
- πάτερ, καὶ σέμνωμα.
- Χαίροις, ὀλετήριον ταχινὸν
τοῦ ἰοῦ κορώνης, - Νικηφόρε θαυματουργέ,
χαίρις, θαυμασίων - ὁ αὐτουργὸς καὶ κρήνη
παντοίων ἰαμάτων, - ἡ ἀκεσώδυνος.
- Χαίροις, Νικηφόρε, ὁ τῶν λεπρῶν
σὺν Ἀνθίμῳ θείῳ - ὁ διάκονος ἀληθῶς,
- χαίροις, Εὐμενίῳ
- ὁ δείξας τῷ ὁσίῳ
σὴν κεκρυμμένην χάριν
ἅμα καὶ δύναμιν.
- Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί,
Πρόδρομε Κυρίου, - Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς,
- οἱ Ἅγιοι πάντες,
- μετὰ τῆς Θεοτόκου
- ποιήσατε πρεσβείαν
- εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.
Τὸ Τρισάγιον καὶ τὸ Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
- Τὸν γνωστὸν τοῖς Ἀγγέλοις Χριστοῦ καὶ ἄγνωστον τοῖς χοϊκοῖς, Νικηφόρον,
- θεοειδῆ μοναχόν,
- κατ' ἐχθροῦ τοῦ παλαμναίου νίκας φέροντα,
ἀνευφημήσωμεν τυφλὸν - καὶ παράλυτον λεπρόν,
- ὡς Ἄγγελον σαρκοφόρον,
- βοῶντες· Πάτερ, δυσώπει
- Χριστῷ σωθῆναι τοὺς τιμῶντάς σε.
Ἐκτενὴς καὶ Ἀπόλυσις, μεθ' ἣν ψάλλομεν τὸ ἑξῆς· Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ Ξύλου.
- Πᾶσι, Νικηφόρε, εὐλαβῶς
σπεύδουσι τῇ σῇ παῤῥησίᾳ - πρὸς ἰατρὸν τῶν ψυχῶν
- καὶ σωμάτων, Κύριον
- τὸν πολυεύσπλαγχνον,
- Θείας Χάριτος σκήνωμα,
- λεπρέ, παρειμένε
- καὶ τυφλέ,κατάπεμψον
- ἄμφω ὑγίειαν,
- τοῖς ἐν ἀσθενείαις κειμένοις,
ἵνα σὲ τιμῶμεν ὡς νόσων
ἀλγεινῶν ταχὺ ἀλεξιτήριον.
- Δέσποινα, πρόσδεξαι
- τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου
- καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς
- ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.
- Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου
- εἰς σὲ ἀνατίθημι,
- Μῆτερ τοῦ Θεοῦ,
- φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.
Δίστιχον.
Νικηφόρε, ἰοῦ κορώνης συντήρει
πιστοὺς ἀνωτέρους, βοᾷ Χαραλάμπης.
Τ Ε Λ Ο Σ
Κ Α Ι Δ Ο Ξ Α
Τ ῼ Μ Ο Ν ῼ Α Λ Η Θ Ι Ν ῼ
Θ Ε ῼ Η Μ Ω Ν
Ἀριθμ. Καταλ. Π 816 / 16 -3-20